Η Grappa είναι ξηρό ποτό με υψηλό δείκτη αλκοόλης και άρωμα που μπορεί να εναλλάσσεται ανάμεσα σε λουλούδια και φρούτα έως πιο γήινες μυρωδιές όπως αυτής της βαλανιδιάς. Καταναλώνεται χαρακτηριστικά μετά από το γεύμα και μπορεί να ενεργήσει ως χωνευτικό. Σαν χωνευτικό μετά από τα γεύματα, η Grappa καταναλώνεται γουλιά γουλιά. Εντούτοις, μπορεί να αναμιχθεί με τον καφέ ή ακόμα και να χρησιμοποιηθεί ως συστατικό μαγειρικής. Παραδοσιακά σερβίρεται σε ένα μικρό γυάλινο ποτήρι και σε θερμοκρασία 15º C περίπου.
Ο λόγος πίσω από την αναδυόμενη επιτυχία της Grappa είναι κυρίως ότι πολλές οινοπνευματοποιίες έχουν επενδύσει πολλά στην παραγωγή της. Το πολύ δυνατό marketing, η ευφάνταστη συσκευασία, η μεγάλη ποικιλία γεύσεων, έχουν κάνει την Grappa να απευθύνεται στον καθένα και κάθε εποχή. Οι αρωματικές Grappas φρούτων, όπως φράουλα, φουντούκι, μούρα πίνονται με πάγο σε μικρό ή μακρύ ποτήρι, σκέτη ή με λεμόνι. Σκέτη σερβίρεται με μέντα ή διακοσμημένη με μία ελιά. Μπορεί επίσης, να αποτελέσει τέλειο συνοδευτικό σε έναν espresso ή ακόμα με τα πούρα.
Ιστορικά μέχρι σήμερα
Η ιστόρία της Grappa και η προέλευσή της έχουν συζητηθεί εντόνως. Η Grappa αποτελεί ένα προϊόν ποιότητας και δεν δίνεται πλέον αυτό το στίγμα του «κοινού» ποτού των ανθρώπων. Η δημοτικότητα της Grappa έχει αυξηθεί στα πρόσφατα έτη, αλλά αρχικά ήταν γνωστή ως το ποτό των φτωχών. Κατέκτησε τη θέση που της ανήκει δικαιωματικά μετά την έξαρση που είχαν άλλα aquavit, όπως το ουίσκι ή το κονιάκ.
Η λέξη Grappa προέρχεται από τη λέξη grapa της Λομβάρδης με βαθύτερη ρίζα τη γοτθική λέξη krappa που σημαίνει αγγίστρι. Η λέξη krappa με τη σειρά της δημιούργησε τις ιταλικές λέξεις raspo και graspo και περαιτέρω grappolo (τσαμπί), όπου και συνδέονται οι με τη λέξη grape. Ακόμα και σήμερα στις Βόρειες περιοχές της Ιταλίας και δη στη Λομβάρδη με τις μικροδιαφορές στις διαλέκτους της Ιταλικής ο όρος grappa, χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τηνουσία που μένει αφού χρησιμοποιηθούν τα σταφύλια στην την παραγωγή κρασιού.
Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για το πότε περίπου παρήχθη για πρώτη φορά η Grappa, αλλά οι περισσότεροι θεωρούν ότι ήταν περίπου το 1000 Μ.Χ. στην Ιταλία. Ορισμένοι ιστορικοί την εντοπίζουν στον 5ο αιώνα, αποδίδοντας τις δεξιότητες απόσταξης στους κατοίκους της Βουργουνδίας, ενώ οι περισσότεροι ιστορικοί στους κατοίκους του Friuli Venezia Giulia της Βόρειας Ιταλίας πολύ πριν το 5ο αιώνα Μ.Χ. Υπάρχει, ωστόσο και η θεωρία πως η Σικελία τον 9ο αιώνα , κατοικούνταν κυρίως από Άραβες που είχαν εισάγει τον τρόπο απόσταξης στην Ευρώπη.
Οι περισσότερες θεωρίες συγκλίνουν στο ότι πολυμήχανοι αγρότες της Βόρειας Ιταλίας, στην προσπάθειά τους να βρουν διαφυγή στο ποτό από την φτώχεια, την κούραση και το κρύο, εκμεταλλεύτηκαν τα απομεινάρια από τις φλούδες και τους σπόρους των σταφυλιών για την παραγωγή κρασιού που πέταγαν οι Λόρδοι. Όταν ξεκίνησαν την απόσταξή τους, ονόμασαν το τελικό προϊόν «το ύδωρ της ζωής», φέρνοντας την ύπαρξη ενός φτωχού ποτού για αιώνες.
Κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική, η Grappa υπήρξε το ποτό των Ιταλών μεταναστών βιώνοντας έτσι μία δεύτερη αναγέννηση. Η δεκαετία του 60 και του 70 με την αναβίωση της Ιταλικής Κουζίνας χαρίζει και πάλι μία αναβίωση στα ιταλικά ποτά με επίκεντρο την Grappa. Οι τεχνικές απόσταξης είναι σαφώς βελτιωμένες και πλέον ταξινομείται πλάι στα καλύτερα κονιάκ.
Πώς παράγεται η Grappa?
Η διαδικασία παραγωγής της Grappa είναι απλή. Οι εναπομείναντες φλούδες και σπόροι των σταφυλιών ζυμώνονται χωρίς τα προστιθέμενα σάκχαρα ή επιπλέον οινόπνευμα, δεδομένου ότι η φλούδα του σταφυλιού περιέχει φυσικά υψηλές ζάχαρες. Μετά τη ζύμωση η Grappa αποστάζεται και δίνει το γνωστό πλέον ξηρό, έντονο και σύνθετο ποτό.
Τα σταφύλια που παραδίδονται στην οινοπνευματοποιία μπορούν να είναι τριών ποικιλιών, ανάλογα με το βαθμό ζύμωσής τους: καθαρά (από τα άσπρα κρασιά), μισοζυμωμένα (από το rosato) και πλήρως ζυμωμένα (από το κόκκινο κρασί). Κατά τη διάρκεια παραγωγής. Η ζάχαρη των φρούτων μετασχηματίζεται σε οινόπνευμα υψηλού ποσοστού με δύο σημαντικά βήματα: 1) συμπίεση και ζύμωση, 2) απόσταξη. Ο σκοπός της απόσταξης είναι απλά να διαχωριστεί το οινόπνευμα από το νερό. Οι ιταλικοί νόμοι απαγορεύουν την προσθήκη νερού.
Το βιβλίο του Behrendts αναφέρεται σε μία πιο τεχνική εξήγηση: τα σταφύλια θερμαίνονται έως ότου βγει ατμός, ο οποίος συλλαμβάνεται , κρυώνει και συμπηκνώνεται σε ένα υγρό. Οι ιδιαίτερα πτητικές ουσίες, όπως το μεθυλικό οινόπνευμα, οι αιθυλικοί εστέρες του οξικού οξέος και της ακεταλδεϋδης έχουν το χαμηλότερο σημείο βρασμού και δεδομένου ότι όχι μόνο καταστρέφουν το απόσταγμα, αλλά και σε μερικές περιπτώσεις είναι δηλητηριώδεις, καθιστούν αυτό το στάδιο ακατάλληλο για να πάρουμε απόσταγμα.
Το καθαρό οινόπνευμα και οι αρωματικές ουσίες εμφανίζονται ως ατμός στις μέσες θερμοκρασίες. Μόνο σε αυτό το σημείο μπορούμε να πάρουμε το σωστό απόσταγμα για την παραγωγή της Grappa. Στην «ουρά» είναι το νερό, αλλά και οι περισσότερες ακαθαρσίες, όπως το αμυλικό οινόπνευμα, που φυσικά δεν χρησιμοποιούνται. Ο ποτοποιός πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνει μεταξύ των φάσεων και να είναι σίγουρος πως βρίσκεται στη μεσαία φάση για την σωστή απόσταξη της Grappa. Αν και η Grappa δεν απαιτεί μακροχρόνια ωρίμανση, όπως άλλα οινοπνευματώδη ποτά, ο ιταλικός νόμος απαιτεί έξι μήνες ωρίμανσης μετά το τέλος της παραγωγής.
Εντούτοις, υπάρχουν οινοπνευματοποιίες που όχι μόνο ωριμάζουν την Grappa για έξι μήνες σε ξύλινα βαρέλια, αλλά προσθέτουν και έξι μήνες ωρίμανσης στις αεροστεγείς γυάλινες φιάλες ή σε ανοξείδωτες δεξαμενές. Αυτό το προστιθέμενο βήμα, επιτρέπει στους παραγωγούς να το προσθέσουν στις ετικέτες των Grappas, προσδίδοντας ένα γόητρο στο προϊόν τους, όπως invecchiata (δηλ., ηλικίας), το stravecchia (πολύ παλαιό) ή το riserva (περιορισμένη παλαιωμένη παραγωγή).
Σύμφωνα με τους Ιταλικούς νόμους ποτού, η ζύμωση των σταφυλιών πρέπει να γίνει άμεσα με τον υδρατμό ή απλά προσθέτοντας νερό στο μίγμα, περιέχοντας μια ποσότητα πτητικών ουσιών ίσων με ή υπερβαίνοντας 140 γραμμάρια ανά εκατόλιτρο του οινοπνεύματος έντασης 100% και έχοντας μέγιστη περιεκτικότητα σε μεθυλικό οινόπνευμα 1000 γραμμαρίων ανά εκατόλιτρο του οινοπνεύματος έντασης 100%. Οι νόμοι επιτρέπουν ένα ορισμένο ποσοστό κατακαθιών (νεκρές ζύμες) να χρησιμοποιηθούν στην παραγωγή της Grappa.
Αυτό που κάνει πολλές Grappas υψηλής ποιότητας είναι όταν παράγουν Grappa από το κατακάθι της πρώτης συμπίεσης, αφού αυτό περιέχει ακόμα ένα μεγάλο μέρος της αρχικής γεύσης του ιδιαίτερου τύπου σταφυλιών και έτσι το τελικό προϊόν μοιάζει αρκετά με το κονιάκ.
Λιγότερο από το 1/3 του κατακαθιού που παράγεται στην Ιταλία χρησιμοποιείται για την Grappa. Ακόμα και αν οι παραγωγοί χρησιμοποιούσαν όλο το κατακάθι, η αποκτηθείσα παραγωγή Grappa θα ήταν σαφώς μικρότερη από αυτήν των περισσότερων ευρωπαϊκών aquavits (κονιάκ, ουίσκι, κλπ). Αυτό καθιστά την Grappa ένα εξαιρετικά πολύτιμο και υψηλής ποιότητας aquavit.
Το κατακάθι των ποτοποιών και οι παραδοσιακοί αποστακτήρες, ωστόσο, δεν είναι αρκετοί για την παραγωγή Grappa με αυθεντικά χαρακτηριστικά και υψηλή ποιότητα. Αυτό που είναι πραγματικά απαραίτητο είναι οι δεξιότητες και η εμπειρία του ίδιου του ποτοποιού. Η επέμβασή του στα αμπέλια βάσει των γνώσεων και της εμπειρίας του είναι αυτή που θα καθορίσει το τελικό αποτέλεσμα και αυτό που δίνει στη Grappa την προσωπικότητα και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που την καθιστούν αναγνωρίσιμη από τους δοκιμαστές.
Οι οινοπνευματοποιίες ανέρχονται σε 130 σε όλη τη χώρα και είναι εκεί που προκύπτει η παραγωγή και ρυθμίζεται το κατακάθι στο μπουκάλι. Οι εμφιαλωτές αγοράζουν την Grappa από τις διάφορες οινοπνευματοποιίες, τις συνδυάζουν σύμφωνα με τις συνταγές τους και τις εμπορεύονται με τα εμπορικά σήματά τους. Καθώς, οι τεχνικές επεκτείνονται, το θέμα της ποιότητας της Grappa δημιουργεί μεγάλη ανησυχία.
Η διαφορά στις τεχνικές εντοπίζεται στην αποχώρηση ενός υψηλού ποσοστού υγρασίας, το οποίο χρειάζεται για να κρατηθούν μερικές από τις ιδιαίτερες γεύσεις των σταφυλιών που το κάνουν να μοιάζει με κονιάκ και να δημιουργήσουν υψηλότερο ποιοτικό απόθεμα. Με άλλα λόγια, το υψηλό περιεχόμενο υγρασίας, βελτιώνει την ποιότητα της Grappa.
Κατηγορίες
Η Grappa κατηγοριοποιείται βάση ηλικίας, τεχνική ωρίμανσης κατά την παραγωγή, βάσει των σταφυλιών που χρησιμοποιούνται, καθώς επίσης βάσει των αρωματικών ουσιών που προστίθενται . Οι βασικές κατηγορίες που μπορούμε να διακρίνουμε περιλαμβάνουν τις εξής:
• Giovane (νέα) ή Bianca (λευκή): αναφέρεται στην Grappa, η οποία έχει εμφιαλωθεί αμέσως μετά την παραγωγή της χωρίς να παραμείνει σε ξύλινα βαρέλια. Αυτό το είδος δεν έχει χρώμα, είναι εντελώς διαυγές, έχει διακριτικό άρωμα και ξηρή γεύση.
• Affinata (παλιά): αναφέρεται στην Grappa, η οποία έχει εμφιαλωθεί και παραμείνει μέχρι 12 μήνες σε ξύλινα βαρέλια. Το χρώμα, το άρωμα και η γεύση εξαρτώνται από το είδος και την χωρητικότητα των ξύλινων βαρελιών στα οποία και παρέμεινε.
• Invecchiata ή vecchia (παλαιωμένη): αναφέρεται στην Grappa, η οποία έχει εμφιαλωθεί αφού προηγουμένως έχει παραμείνει από 12 έως 18 μήνες σε ξύλινα βαρέλια. Το χρώμα, το άρωμα και η γεύση εξαρτώνται από το είδος και την χωρητικότητα των ξύλινων βαρελιών στα οποία και παρέμεινε.
• Stravecchia (πολύ παλαιωμένη) ή Riserva (περιορισμένη παλαιωμένη παραγωγή): αναφέρεται στην Grappa, η οποία έχει εμφιαλωθεί αφού προηγουμένως έχει παραμείνει πάνω από 18 μήνες σε ξύλινα βαρέλια. Το χρώμα, το άρωμα και η γεύση εξαρτώνται από το είδος και την χωρητικότητα των ξύλινων βαρελιών στα οποία και παρέμεινε.
• Aromatica (αρωματική): αναφέρεται στην Grappa, στην οποία έχουν χρησιμοποιηθεί αρωματικά σταφύλια, όπως Muscat Blanc, Gewuztraminer, Muller Thurgau, Malvasia, κτλ
• Monovitigno (μονο-ποίκιλη): αναφέρεται στην Grappa, στην οποία έχει χρησιμοποιηθεί μόνο ένα είδος άμπελου και συνήθως αναγράφεται στην ετικέττα της φιάλης.
• Polivitigno (πολυ-ποίκιλη): αναφέρεται στην Grappa, στην οποία έχουν χρησιμοποιηθεί πολλές ποικιλίες σταφυλιών.
• Aromatizzata (αρωματισμένη): αναφέρεται στην Grappa στην οποία έχουν προστεθεί αρωματικά έλαια, συνήθως φρούτων και βοτάνων.
Πρέπει να τονιστεί πως η κάθε κατηγορία μπορεί να συνδυαστεί με κάποια άλλη για να δώσει μια νέα και πολύ ιδιαίτερη Grappa, όπως Grappa Monovitigno Riserva (περιορισμένη παλαιωμένη παραγωγή συγκεκριμένης άμπελου).
Συνήθως, η Grappa που παράγεται από μία συγκεκριμένη ποικιλία σταφυλιών έχει πιο διακριτική και λεπτή γεύση, όπως η Grappa di Moscato, η οποία μάλιστα μπορεί να πάρει χαρακτήρα, εάν τα σταφύλια είναι αρωματικά. Σύμφωνα με το νόμο, η Grappa πρέπει να περιέχει 38% με 60% ποσοστό αλκοόλ για να θεωρηθεί εμπορική. Οι περισσότερες που κυκλοφορούν στην αγορά είναι γύρω στο 43%. Το ποσοστό αλκοόλ είναι θέμα παραγωγού , ο οποίος βάσει των οργανοληπτικών στοιχείων της παραγωγής του κρίνει το ποσοστό με κριτήριο την ισορροπία του προϊόντος.
Πώς σερβίρεται και πώς αξιολογείται
Το πρώτο στοιχείο που εξετάζει κανείς πριν το σερβίρισμα της Grappa είναι η θερμοκρασία, ένας βασικός παράγοντας που επηρεάζει τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά αυτού του μοναδικού ποτού. Ο γενικός κανόνας σχετικά με τη θερμοκρασία και το άρωμα των ποτών είναι ότι οι χαμηλες θερμοκρασίες κρύβουν τα αρώματα και το αλκοόλ ενός ποτού, οι υψηλές το τονίζουν. Μια υψηλή θερμοκρασία, η οποία θα τόνιζε το άρωμα της Grappa, θα τόνιζε και το υψηλό ποσοστό αλκόολ που περιέχει με αποτέλεσμα να εισπνεύσουμε την σπιρτάδα του ποτού και όχι το άρωμα του.
Μια νέα Grappa ή λευκή σερβίρεται συνήθως σε θερμοκρασία από 8º C έως 12º C. Μια παλαιωμένη Grappa σερβίρεται σε θερμοκρασίες από 15º C έως 18º C και μερικές φορές στους 20º C. Οι λάτρεις της Grappa προτιμούν μια θερμοκρασία ανάμεσα σε 18º C έως 20º C, μιας και τα πραγματικά αρώματα απελευθερώνονται, ακόμα και οι οποιεσδήποτε ατέλειες είναι δυνατό να φανούν σε αυτές τις θερμοκρασίες καθιστόντας ευκολότερη την αξιολόγηση της Grappa.
Όπως προαναφέραμε, οι υψηλές θερμοκρασίες τονίζουν την σπιρτάδα του αλκοόλ στημ μύτη και γι΄αυτό το λόγο μεγάλη σημασία παίζρι το ποτήρι που θα χρησιμοποιηθεί ούτως ώστε ο δοκιμαστής και πελάτης να μυρίσει το πραγματικό μπουκέτο της Grappa χωρίς να καεί από την καυστικότητα του αλκοόλ. Ένα ιδανικό ποτήρι Grappa είναι ψηλό και στενό με ελαφρύ άνοιγμα στο επάνω μέρος επιτρέποντας την ευκολότερη αναγνώριση των αρωμάτων, αν και συχνά το σερβίρουν σε μικρό.
Το ποτήρι κρατιέται από τη βάση του και ποτέ από το σώμα, ούτως ώστε να μη ζεσταθεί το ποτήρι από τη θερμοκρασία του χεριού και να παραμένει το χέρι μακρυά από τη μύτη. Το ποτήρι πρέπει να γεμίσει έως το ένα τρίτο του ποτηριού, διατηρώντας απόσταση από τη μύτη. Η Grappa πίνεται γουλιά γουλιά λόγω της υψηλής περιεκτικότητας αλκοόλ.Μια νέα Grappa έχει διαυγές χρώμα. Ο οποιοσδήποτε χρωματισμός υποδηλώνει ελάττωμα κατά την παραγωγή. Οι παλαιωμένες Grappas έχουν ένα διακριτικό κίτρινωπό χρώμα, ανάλογα με το βαρέλι στο οποίο έχουν περαμείνει και το χρόνο παραμονής τους σε αυτό.
Το επόμενο στοιχείο αξιολόγησης είναι η μυρωδιά. Στις αρωματικές Grappas, το πρώτο άρωμα που φτάνει στη μύτη μας είναι η ποικιλία του σταφυλιού που έχει χρησιμποιηθεί. Στις παλαιωμένες Grappas μπορούν να μυρίσουμε το ξύλο από την παραμονή τους στα βαρέλια. Στις πιο αρωματισμένες Grappas, διακρίνουμε φρούτα, όπως μπανάνα, μούρα, μήλο, ροδάκινο, επίσης άνθη και βότανα. Μία Grappa η οποία έχει ατέλειες από την παραγωγή θα μας δίνει την αίσθηση του έντονου οινοπνεύματος, το οποίο μπορεί να δημιουργήσει το αίσθημα του καψίματος στη μύτη ή να παρουσιάζει άσχημες μυρωδιές, όπως αυτή του ξυδιού, κεριού, καμένου υγρού και τα οποία υποδηλώνουν Grappa κακής ποιότητας ή κακής διατήρησης.
Η γεύση αποτελεί το τελευταίο στοιχείο αξιολόγησης. Η Grappa πίνεται γουλιά γουλιά επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο την διείσδυση του αέρα από τα δόντια,καθώς η Grappa διαχέεται στο υπόλοιπο του στόματος. Η εισαγωγή του αέρα στο στόμα βοηθάει στην ανάπτυξη των αρωμάτων στο στόμα και μαζί με τη θερμοκρασία που ανατπυσσεται ενδυναμώνονται τα γευστικά της χαρακτηριστικά. Αν και η πρώτη γεύση που ουσιαστικά αισθανόμαστε είναι αυτή του αλκόολ γρήγορα ξεθυμαίνει αφήνοντας τις γεύσεις να γίνουν πιο αναγνωρίσιμες. Οποιαδήποτε αλμυρή γεύση θεωρείται ελάττωμα κατά την παραγωγή. Τα ίδια αρώματα που μυρίσαμε αποτελούν τις γεύσεις που θα γευτούμε.
Καταπίνοντας μια γουλιά Grappa αισθανόμαστε μια πιο έντονη θερμοκρασία, καθώς και τα αρώματα να αναδύονται από το βάθος του στόματος και πίσω μέρος της μύτης. Η διάρκεια που θα έχουν αυτές οι γέυσεις αποτελούν παράγοντα ποιότητας, άρα και καλής απόσταξης.
Μεγάλοι Παραγωγοί
Η παραγωγή της Grappa είναι θέμα τιμής στην Ιταλία. Η μεγαλύτερη ίσως τιμή ανήκει στην οικογένεια Nonino, η οποία έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Grappa. Ιστορικά, η παραγωγή Grappa από την οικογένεια Nonino ξεκίνησε κατά την Αυστρο-ουγγαρική Αυτοκρατορία από τον Πατριάρχη Orazio Nonino στην περιοχή Friuli. Η οικογένεια Nonino ήταν από τους πρώτους που αντιστάθηκε να θυσιάσει την ποιότητα της Grappa για την παραγωγή μεγαλύτερων ποσοτήτων. Το 1967 ο Benito Nonino, απόγονος του Orazio Benito, ξεκίνησε τη συνεργασία του με μικροπαραγωγούς.
Ο Benito διαχώρισε την κάθε ξεχωριστή παραγωγή που λάμβανε με ετικέττες πάνω στις φιάλες, επισημαίνοντας χρονιά,παραγωγό και αριθμό φιάλων. Το 1974 η οικογένεια Nonino άλλαξε τη συσκευασία των φιάλων και πρόσθεσε μια νέα συσκευασία, την Picolit Cru 250 ml έναντι της παραδοσιακής των 1ltr και 2 ltr. Μία δεκαετία αργότερα, η οικογένεια Nonino δημιούργησε την Ue, μια πιο φρουτώδη Grappa, πιο προσιτή στις απλές γεύσεις και με την μεγάλη διαφορά πως την παρήγαγαν από ολόκληρο το σταφύλι και χωρίς το κοτσάνι ή τους σπόρους.
Η οικογένεια Nonino συνεχίζει μέχρι σήμερα να διατηρεί τα υψηλά standards που είχε θέσει από την αρχή της παραγωγής της. Διαθέτει μόλις 40 εκτάρια αμπέλια και αγοράζει την παραγωγή από αμπελλοκαλλιεργητές, πληρώνοντας αρκετά υψηλές τιμές, καθορίζοντας και ελέγχοντας όμως τη συγκομιδή.
Στο αποστακτήριο της Nonino, υπάρχει μια θαυμάσια αίθουσα δοκιμής με θέα το εξωτερικό καταπράσινο περιβάλλον, ένα μεγάλο τζάκι που καλωσορίζει του επισκέπτες και φυσικά ένα μεγάλο τραπέζι δοκιμών και γευμάτων. O Nardino, ένας ακόμη μεγάλος παραγωγός Grappa παράγει, εμπορεύεται και εξάγει τη δική του παραγωγή Grappa σε ιδιαίτερες συσκευασίες, κυρίως ατομικές. Πρόσφατα μεγάλοι παραγωγοί οίνου, όπως οι Banfi και Antinori ξεκίνησαν την παραγωγή Grappa, γεγονός που δείχνει τη ζήτηση σε καλή Grappa.
ΑΛΛΑ ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΠΟΤΑ
Παρόμοια αρωματικά ποτά με βάση τον γλυκάνισο περιλαμβάνουν τα Pastis, χαρακτηριστικό χωνευτικό της Μασσαλίας, το δικό μας ούζο και το Arak, γνωστό στη Μέση Ανατολή.
Το Annisette είναι ένα γαλλικό ποτό που αρωματίζεται με τους σπόρους του γλυκάνισου και είναι χαμηλότερο σε οινόπνευμα σε σχέση με την Grappa, όμως παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα γλυκιά γεύση. Το Arak είναι αρκετά σκληρό ποτό, που αρωματίζεται με βότανα και καρυκεύματα της Ανατολής. Είναι πολύ δυνατό και χρησιμεύει κυρίως ως απεριτίφ.
Το Herbsaint παρασκευάζεται στην Νέα Ορλεάνη και αρχικά προορίζονταν για υποκατάστατο της αψιθιάς. Λόγω της ναρκωτικής ουσίας που περιείχε, απαγορεύτηκε η κατανάλωσή του στην Αμερική. Το ούζο, το παραδοσιακό ελληνικό ποτό, μπορεί να καταναλωθεί ως απεριτίφ ή ως συνοδευτικό φαγητού, προτιμάται συνήθως το καλοκαίρι με τη συνοδεία μεζέδων.
Το Pastis είναι ένα γαλλικό ποτό, που σερβίρεται όπως και το ούζο με νερό. Έχει από τα πιο υψηλά ποσοστά οινοπνεύματος και βάση τον γλυκάνισο.
Η Sambuca είναι ημί-ξηρο παραδοσιακό ιταλικό ποτό που αρωματίζεται με γλυκάνισο, μούρα, διάφορα μυρωδικά και συνήθως σερβίρεται με τρεις σπόρους καφέ που επιπλέουν στην κορυφή και εξυπηρετούν στην απελευθέρωση της πικρής γεύσης του καφέ, δημιουργώντας ένα εύγευστο συνδυασμό με τη Sambuca.
Εμπορική διαφωνία για την Grappa και οι εμπλεκόμενες χώρες
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μια κοινή πολιτική εμπορίου και γεωργίας που απαιτεί όλες οι χώρες-μέλη της ΕΕ να συμφωνούν μεταξύ τους σε εμπορικά θέματα και κατόπιν με χώρες εκτός ΕΕ σε μια κοινή προσέγγιση που τίθεται έπειτα από διαπραγματεύσεις. Και οι 15 χώρες μέλη ενεργούν ως μία δύναμη στις εξωτερικές τους διαπραγματεύσεις.
Δεδομένου ότι η Ιταλία είχε διαφωνήσει με την Αφρική στη χρήση του όρου Grappa, η ΕΕ είχε συνολικά απαιτήσει τη διαπραγμάτευση μιας χωριστής συμφωνίας EE-Νότιας Αφρικής για το εμπόριο στα κρασιά και τα αλκοολούχα ποτά, καθώς και την προστασία των μετονομασιών των ποτών εκτός ΕΕ. Για να προχωρήσουν οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ ΕΕ και χωρών εκτός ΕΕ, όπως η Αφρική, η Ιταλία πρέπει να επικυρώσει τη συμφωνία TDCA (trade, development,cooperation, agreement) την οποία και αρνείται, όσο η Αφρική συνεχίζει να χρησιμοποιεί τον όρο Grappa.
Η Νότια Αφρική πρέπει να αναγνωρίσει το δικαίωμα της Ιταλίας και να συμμορφωθεί με τους εμπορικούς κανόνες που διέπουν τις συμφωνίες τους. Επιπλέον, με μια τέτοια ενέργεια τα πλεονεκτήματα που αποκτάει η Νότιος Αφρική σε θέματα οικονομικής υποστήριξης και ανάπτυξης εμπορικών σχέσεων, επιτρέπουν τη θυσία του ονόματος της Grappa. Το θέμα δεν έχει κλείσει ακόμα.